εξωδερμικός

εξωδερμικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εξωτερικό μέρος τού δέρματος
2. εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στο εξώδερμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξώσαρκος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην επιφάνεια τού δέρματος, εξωδερμικός 2. αυτός που προεξέχει («στα τροφαντά ξώσαρκα στήθια της παραπατάει ο μεσημεριάτης», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + σαρκος (< σάρκα), πρβλ. εύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • ανθόζωα — (anthozoa). Τάξη ασπόνδυλων που περιλαμβάνει τις θαλάσσιες ανεμώνες και τα κοράλλια. Τα α. είναι θαλάσσια ζώα που ζουν σε αποικίες ή, σπανιότερα, είναι μοναχικοί οργανισμοί. Στις αποικίες αυτές υπάρχουν πολλά άτομα, πάντα με τη μορφή των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”